- αγέρωχος
- η , ο [ος , ον ]1) высокомерный, надменный; 2) держащийся гордо, с достоинством
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Ἀγέρωχος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγέρωχος — high minded masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγέρωχος — η ο (Α ἀγέρωχος, ον) υπεροπτικός, αλαζόνας αρχ. (στον Όμηρο πάντοτε με καλή σημασία) μεγαλόφρων, μεγαλοπρεπής, ευγενής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. σύνθετο «ἐκ συναρπαγῆς» < ἀ αθροιστ. και τή φρ. «γέρας ἔχειν». ΠΑΡ. ἀγερωχία μσν.… … Dictionary of Greek
αγέρωχος — η, ο περήφανος, ακατάδεχτος: Είχε πάντα ένα αγέρωχο ύφος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγερωχότερον — ἀγέρωχος high minded adverbial comp ἀγέρωχος high minded masc acc comp sg ἀγέρωχος high minded neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγερωχοτάτων — ἀγέρωχος high minded fem gen superl pl ἀγέρωχος high minded masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγερώχως — ἀγέρωχος high minded adverbial ἀγέρωχος high minded masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγέρωχον — ἀγέρωχος high minded masc/fem acc sg ἀγέρωχος high minded neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγερωχοτέροις — ἀγέρωχος high minded masc/neut dat comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγερωχότερα — ἀγέρωχος high minded neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀγερώχοις — Ἀγέρωχος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)